τυχοδιωκτικός

τυχοδιωκτικός
[тиходьёктикос] τώρα [тора] επίρ. сейчас, тепер! επ. авантюристический. τωρινός [торинос] επ.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τυχοδιωκτικός" в других словарях:

  • τυχοδιωκτικός — και τυχοδιωχτικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη (α. «τυχοδιωκτικό πνεύμα» β. «τυχοδιωκτικός πόλεμος). επίρρ... τυχοδιωκτικώς και τυχοδιωκτικά με τυχοδιωκτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυχοδιώκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον… …   Dictionary of Greek

  • τυχοδιωκτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στον τυχοδιώκτη ή στον τυχοδιωκτισμό (βλ. λλ.): Τυχοδιωκτική νοοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βιλεαρδουίνος ή Βιλαρδουίνος — (Villehardouin).Εξελληνισμένο επώνυμο Γάλλων πριγκίπων, ηγεμόνων της Πελοποννήσου (1210 78), επί φραγκοκρατίας. 1. Ζοφρουά (Γοδεφρείδος) ντε Βιλαρντουέν (Geoffroi deVillehardouin, Τρουά 1160; – Μακεδονία 1213;). Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και… …   Dictionary of Greek

  • Γερακάρης, Λιβέριος ή Λιμπεράκης — (1645; – 1697). Μπέης της Μάνης. Νεαρός ακόμα, ύστερα από αιματηρές οικογενειακές έριδες, στράφηκε προς την πειρατεία και έγινε γρήγορα ο φόβος και ο τρόμος των πλοίων και των παραλίων της Μεσογείου, έως ότου πιάστηκε από τους Τούρκους και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»